- λαπάσσω
- λαπάσσω (AM, Α και λαπάττω)αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ.β. «τὰ παρ' οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.)μσν.(μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, -η, -ονα) κενόςβ) εξαντλημένος, κουρασμένοςαρχ.1. μαλακώνω, καταπραΰνω2. μτφ. λεηλατώ («λαπάζειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. συνδέεται με τους λαπαρός, λαπάρα, λάπαθον και ἀλαπάζω*. Το ενεστωτικό επίθημα -άττω πιθ. να είναι αναλογικό με άλλους τ. σε -άττω τής ιατρικής ορολογίας (πρβλ. μαλ-άττω, φαρμ-άττω)].
Dictionary of Greek. 2013.